FAQs About the word jeeringly

χλευαστικά

in a disrespectful jeering manner

μπου,σαρκαστικό χαμόγελο,μειδίαμα,φρουμάζω,ροχαλητό,πουλί,μπρονξικό γιουχάρισμα,σφύριγμα,σφύριγμα,ουρλιαχτό

χειροκροτήματα,ζητωκραυγές,χειροκροτήματα

jeering => κοροϊδευτική, jeerer => ειρωνιστής, jeered => κορόιδεψε, jeer => κοροϊδεύω, jeep => τζιπ,