Greek Meaning of clapping
χειροκροτήματα
Other Greek words related to χειροκροτήματα
Nearest Words of clapping
Definitions and Meaning of clapping in English
clapping (n)
a demonstration of approval by clapping the hands together
clapping (p. pr. & vb. n.)
of Clap
FAQs About the word clapping
χειροκροτήματα
a demonstration of approval by clapping the hands togetherof Clap
εκδήλωση θαυμασμού,επευφημία,χειροκροτήματα,επευφημώντας,αναφορά,κομπλιμέντο,Εγκώμιο,επικήδειος λόγος,φόρος τιμής,ωβασιόν
γιούχα,σφύριγμα,σφύριγμα,σαρκαστικό χαμόγελο,μειδίαμα,σφύριγμα,μπου,ουρλιαχτό,κοροϊδεύω,Βατόμουρο
clappers => κρόταλα, clapperclaw => παλαμάκια, clapperboard => ξυλάκι, clapper valve => Βαλβίδα κλείστρου, clapper => σεισυχαστής,