Greek Meaning of inducing
επαγωγική
Other Greek words related to επαγωγική
Nearest Words of inducing
Definitions and Meaning of inducing in English
inducing (n)
act of bringing about a desired result
inducing (p. pr. & vb. n.)
of Induce
FAQs About the word inducing
επαγωγική
act of bringing about a desired resultof Induce
πειστικός,επαγωγή,πειθώ,πειθώ,πειθώ,επιδραστικός,Λομπισμός,πιεστικός,πειθώ,Κολακεία
δαμάζοντας,ανέμπνευστος,αδιάφορος,Ανέγγιχτος
inducible => επαγώγιμος, inducer => επαγωγέας, inducement => επαγωγή, induced current => επαγωγικό ρεύμα, induced abortion => προκαλούμενη άμβλωση,