Greek Meaning of brainwashing
Ξέπλυμα εγκεφάλου
Other Greek words related to Ξέπλυμα εγκεφάλου
Nearest Words of brainwashing
Definitions and Meaning of brainwashing in English
brainwashing (n)
forcible indoctrination into a new set of attitudes and beliefs
FAQs About the word brainwashing
Ξέπλυμα εγκεφάλου
forcible indoctrination into a new set of attitudes and beliefs
επιδραστικός,Λομπισμός,υπερπείθω,Κολακεία,Κολακεία,πειθώ,πειστικός,προτροπή,επαγωγή,επαγωγική
αποτρεπτικός,αποθαρρυντικός,αποτρεπτικός,μη πωλούμενο
brainwashed => Πλύση εγκεφάλου, brainwash => πλύση εγκεφάλου, brain-teaser => Γρίφος, brainstorming => Καταιγισμός ιδεών, brainstorm => Καταιγισμός ιδεών,