FAQs About the word braise

μαρινάρω

cook in liquidAlt. of Braize, Alt. of Braize, To stew or broil in a covered kettle or pan.

φρικασέ,Ατμός,ζεματίζω,Μαγείρεμα σε χύτρα ταχύτητας,σιγοβράζω,πνίγω,Ραγού,βράζω,χαϊδεύω,λαθροκυνηγός

No antonyms found.

brainy => έξυπνος, brain-worker => Διανοούμενος, brainworker => Διανοούμενος, brainwave => Εγκεφαλικά κύματα, brainwashing => Ξέπλυμα εγκεφάλου,