FAQs About the word reboil

ξαναβράζω

To boil, or to cause to boil, again., Fig.: To make or to become hot.

βράζω,ζεματίζω,λαθροκυνηγός,σιγοβράζω,Ατμός,Ραγού,μαρινάρω,χαϊδεύω,Μαγείρεμα σε χύτρα ταχύτητας,φρικασέ

No antonyms found.

reboation => ηχώ, reboant => αναπήδηση, reblossom => Ανθεί εκ νέου, rebloom => ανθίσει ξανά, rebiting => Επανακωδικοποίηση,