Greek Meaning of brainpower

εγκεφαλική δύναμη

Other Greek words related to εγκεφαλική δύναμη

Definitions and Meaning of brainpower in English

Wordnet

brainpower (n)

mental ability

FAQs About the word brainpower

εγκεφαλική δύναμη

mental ability

Διάννοια,νοημοσύνη,αίσθηση,ικανότητα,Φαιά ουσία,Διορατικότητα,Διανοητικότητα,νοοτροπία,λόγος,ταλέντο

πυκνότητα,πυκνότητα,ανία,φαιδρότητα,Αδύναμος νοημοσύνη,ηλιθιότητα,ανοησία,βραδύτητα,Ανία,Απλότητα

brainpan => Κρανίο, brainless => ανόητος, brainish => έξυπνος, braining => εγκέφαλος, brainiac => Ευφυής,