Greek Meaning of denseness
πυκνότητα
Other Greek words related to πυκνότητα
- πυκνότητα
- ανία
- βλακεία
- βραδύτητα
- πάχος
- Ανία
- φαιδρότητα
- Τρέλα
- αφηρημάδα
- ανοησία
- Απλότητα
- Απλότητα
- κενότητα
- νωθρότητα
- βλακεία
- αδυναμία
- παραλογισμό
- γαλήνη
- τρέλα
- τρέλα
- παραλογισμός
- ανοησία
- Αδύναμος νοημοσύνη
- μωρία
- ματαιότητα
- ανορθολογισμός
- τρέλα
- Τρέλα
- Διανοητική υστέρηση
- Ψυχική υστέρηση
- βλακεία
- ζάλη
- τρέλα
- κενότητα
- ανοησία
- Τρέλα
- ανοησία
- απλοϊκότητα
- παράλογος
- παραφροσύνη
- τρέλα
Nearest Words of denseness
Definitions and Meaning of denseness in English
denseness (n)
the quality of being mentally slow and limited
the spatial property of being crowded together
the amount per unit size
FAQs About the word denseness
πυκνότητα
the quality of being mentally slow and limited, the spatial property of being crowded together, the amount per unit size
πυκνότητα,ανία,βλακεία,βραδύτητα,πάχος,Ανία,φαιδρότητα,Τρέλα,αφηρημάδα,ανοησία
οξύνοια,εγρήγορση,οξυδέρκεια,φωτεινότητα,Λάμψη,Εξυπνάδα,Διορατικότητα,νοημοσύνη,κρίση,κρίση
densely => πυκνά, denseless => αραιός, dense-leaved elodea => πυκνόφυλλη ελοδεα, dense blazing star => Πυκνό φλεγόμενο αστέρι, dense => πυκνό,