Greek Meaning of densely

πυκνά

Other Greek words related to πυκνά

Definitions and Meaning of densely in English

Wordnet

densely (r)

in a stupid manner

in a concentrated manner

Webster

densely (adv.)

In a dense, compact manner.

FAQs About the word densely

πυκνά

in a stupid manner, in a concentrated mannerIn a dense, compact manner.

συμπαγής,γεμάτο,συσκευασμένο,παχύς,σφιχτός,κοντά,κατάμεστος,μαρμελάδα,συσπειρωμένος,Αεροστεγής

αέρινος,χαλαρός,ανοιχτό,ευρύχωρος,ευρύχωρος,ευρύχωρος,αραιοκατοικημένος, αραιοκατοίκητος

denseless => αραιός, dense-leaved elodea => πυκνόφυλλη ελοδεα, dense blazing star => Πυκνό φλεγόμενο αστέρι, dense => πυκνό, denouncing => καταγγέλλοντας,