Greek Meaning of densely
πυκνά
Other Greek words related to πυκνά
- συμπαγής
- γεμάτο
- συσκευασμένο
- παχύς
- σφιχτός
- κοντά
- κατάμεστος
- μαρμελάδα
- συσπειρωμένος
- Αεροστεγής
- συμπυκνωμένο
- συμπιεσμένος
- Συμπυκνωμένο
- συνωστισμένος
- γεμάτο
- θρυμματισμένος
- στερεός
- σκληρός
- Αδιαπέραστο
- αδιαπέραστο
- αδιαπέραστο
- σφιχτοδεμένο
- υπερπλήρης
- πιεσμένο
- άνετος
- στερεός
- συμπιεσμένο
- από τοίχο σε τοίχο
Nearest Words of densely
Definitions and Meaning of densely in English
densely (r)
in a stupid manner
in a concentrated manner
densely (adv.)
In a dense, compact manner.
FAQs About the word densely
πυκνά
in a stupid manner, in a concentrated mannerIn a dense, compact manner.
συμπαγής,γεμάτο,συσκευασμένο,παχύς,σφιχτός,κοντά,κατάμεστος,μαρμελάδα,συσπειρωμένος,Αεροστεγής
αέρινος,χαλαρός,ανοιχτό,ευρύχωρος,ευρύχωρος,ευρύχωρος,αραιοκατοικημένος, αραιοκατοίκητος
denseless => αραιός, dense-leaved elodea => πυκνόφυλλη ελοδεα, dense blazing star => Πυκνό φλεγόμενο αστέρι, dense => πυκνό, denouncing => καταγγέλλοντας,