Greek Meaning of uncrowded

αραιοκατοικημένος, αραιοκατοίκητος

Other Greek words related to αραιοκατοικημένος, αραιοκατοίκητος

Definitions and Meaning of uncrowded in English

Wordnet

uncrowded (a)

having or allowing sufficient room

FAQs About the word uncrowded

αραιοκατοικημένος, αραιοκατοίκητος

having or allowing sufficient room

αέρινος,χαλαρός,ανοιχτό,ευρύχωρος,ευρύχωρος,ευρύχωρος

κοντά,συμπαγής,γεμάτο,πυκνό,υπερπλήρης,συσκευασμένο,παχύς,σφιχτός,κατάμεστος,συσπειρωμένος

uncrossed => χωρίς σταυρό, uncross => ξεσταυρώνω, uncropped => ακατέργαστο, uncritically => ακρίτως, uncritical => ακρτικός,