Greek Meaning of jam-packed

κατάμεστος

Other Greek words related to κατάμεστος

Definitions and Meaning of jam-packed in English

Wordnet

jam-packed (s)

extremely crowed or filled to capacity

FAQs About the word jam-packed

κατάμεστος

extremely crowed or filled to capacity

έκρηξη,γεμάτο,γεμάτο,γεμάτος,γεμάτος,μαρμελάδα,φορτωμένο,συσκευασμένο,γέματος,υπερχειλής

Γυμνός,κενό,απαλλαγμένος,άδειος,ανεπαρκής,ατελής,Ανεπαρκής,κοντός,σκληρός,ελεύθερος

jampack => γεμάτο, jammu and kashmir => Τζαμού και Κασμίρ, jamming => εμπλοκή, jammies => Πυτζάμες, jammer => Ενάντιος,