Greek Meaning of jam-packed
κατάμεστος
Other Greek words related to κατάμεστος
Nearest Words of jam-packed
- jampan => φορεῖο
- jampot => βάζο μαρμελάδας
- jan => γιάννης
- jan amos komensky => Ιαν Αμός Κομένιους
- jan christian smuts => Γιάνγκ Σμούτς
- jan evangelista purkinje => Ιωάννης Ευαγγελιστής Πουρκίνιε
- jan hendrix oort => Γιαν Χέντρικ Όορτ
- jan hus => Γιαν Χους
- jan steen => Γιαν Στέιν
- jan swammerdam => Γιαν Σβάμερνταμ
Definitions and Meaning of jam-packed in English
jam-packed (s)
extremely crowed or filled to capacity
FAQs About the word jam-packed
κατάμεστος
extremely crowed or filled to capacity
έκρηξη,γεμάτο,γεμάτο,γεμάτος,γεμάτος,μαρμελάδα,φορτωμένο,συσκευασμένο,γέματος,υπερχειλής
Γυμνός,κενό,απαλλαγμένος,άδειος,ανεπαρκής,ατελής,Ανεπαρκής,κοντός,σκληρός,ελεύθερος
jampack => γεμάτο, jammu and kashmir => Τζαμού και Κασμίρ, jamming => εμπλοκή, jammies => Πυτζάμες, jammer => Ενάντιος,