Greek Meaning of replete
πλήρης
Other Greek words related to πλήρης
- λίπος
- γεμάτος
- παχουλός
- γύρος
- παχύσαρκος
- παχουλός
- κορpulεντ
- Σαρκώδης
- αηδιαστικός
- βαρύς
- χάσκι
- λιπαρός
- παχύσαρκος
- Παχυσαρκία
- παχουλός
- παχύσαρκος
- παχουλός
- ώριμος
- στρογγυλός
- γεροδεμένος
- παχύς
- παχουλός
- άφθονος
- γεροδεμένος
- μυώδης
- ογκώδης
- Μυώδης
- σφριγηλή
- χοντρός
- Ταϊσμένο με καλαμπόκι
- κοντόχοντρος
- Ενδομορφικός
- χαλαρός
- παχύσαρκος
- βαρύς
- χίπης
- παχύσαρκος
- Κοιλαράς
- τηγανίτα
- μαλακός
- Καθίσματα
- γεροδεμένος
- κοντόχοντρος
- Χοντρός
- βαρύς
- στρουμπουλό
- γωνιακός
- οστεώδης
- αδύνατος
- ταλαιπωρημένος
- ψηλόλιγνος
- Λιγερός
- άπαχο
- αδύνατο
- νευρώδης
- σκελετικός
- αδύνατο
- λεπτή
- ελαφρύ
- αδύνατος
- εφεδρικό
- λεπτός
- σπαταλημένος
- πτωματώδης
- αδύνατος
- τσιμπημένο
- αδύναμος
- λυγερός
- καλαμένιος
- κοκαλιάρης
- αδύνατος
- αδύνατος
- ινώδες
- λεπτός
- σφηκοειδής
- ζιζανιώδης
- λυγερός
- Ανορεξικός
- οστεώδης
- Λεπτή
- Κλαδάκι
- κλώση
Nearest Words of replete
Definitions and Meaning of replete in English
replete (v)
fill to satisfaction
replete (s)
filled to satisfaction with food or drink
(followed by `with') deeply filled or permeated
replete (a.)
Filled again; completely filled; full; charged; abounding.
replete (v. t.)
To fill completely, or to satiety.
FAQs About the word replete
πλήρης
fill to satisfaction, filled to satisfaction with food or drink, (followed by `with') deeply filled or permeatedFilled again; completely filled; full; charged;
λίπος,γεμάτος,παχουλός,γύρος,παχύσαρκος,παχουλός,κορpulεντ,Σαρκώδης,αηδιαστικός,βαρύς
γωνιακός,οστεώδης,αδύνατος,ταλαιπωρημένος,ψηλόλιγνος,Λιγερός,άπαχο,αδύνατο,νευρώδης,σκελετικός
replenishment => αναπλήρωση, replenishing => αναπλήρωση, replenisher => αναπληρωτής, replenished => αναπληρώθηκε, replenish => αναπληρώνω,