FAQs About the word repleteness

πληρότητα

The state of being replete.

πληρότης,πληρότητα

κενό,κενότητα,κενή θέση,κενός,κενότητα,μηδέν,κενότητα,κενό

replete => πλήρης, replenishment => αναπλήρωση, replenishing => αναπλήρωση, replenisher => αναπληρωτής, replenished => αναπληρώθηκε,