Greek Meaning of angular
γωνιακός
Other Greek words related to γωνιακός
- οστεώδης
- άπαχο
- λεπτή
- λεπτός
- οστεώδης
- αδύνατος
- χαριτωμένος
- ταλαιπωρημένος
- Λιγερός
- ευλύγιστος
- αδύνατο
- κοκαλιάρης
- αδύνατος
- νευρώδης
- σκελετικός
- αδύνατο
- αδύνατος
- αδύνατος
- λεπτός
- Διακόσμηση
- λυγερός
- σκληρός
- ανορεκτικό
- Ανορεξικός
- πτωματώδης
- καθαρόαιμα
- αδύνατος
- άπαχος
- άκομψος
- αδύνατος
- ψηλόλιγνος
- πενιχρός
- ισχνός
- τσιμπημένο
- αδύναμος
- λυγερός
- καλαμένιος
- ελαφρύ
- εφεδρικό
- Μακρυπόδαρος
- ινώδες
- Λεπτή
- Κλαδάκι
- σφηκοειδής
- ζιζανιώδης
- μαραμένος
- ανορεξικός
- κλώση
- γεροδεμένος
- μυώδης
- ογκώδης
- Μυώδης
- χοντρός
- κοντόχοντρος
- Σαρκώδης
- βαρύς
- παχύσαρκος
- χάσκι
- παχουλός
- Καθίσματα
- γεροδεμένος
- γεροδεμένος
- κοντόχοντρος
- παχύς
- Χοντρός
- βαρύς
- σφριγηλή
- χαλαρός
- γεμάτος
- αηδιαστικός
- παχύσαρκος
- Κοιλαράς
- γύρος
- μαλακός
- παχουλός
- κορpulεντ
- λίπος
- χίπης
- παχύσαρκος
- Παχυσαρκία
- παχουλός
- παχύσαρκος
- τηγανίτα
- στρογγυλός
- παχουλός
- ζουμερή
Nearest Words of angular
- angular acceleration => Γωνιακή επιτάχυνση
- angular artery => γωνιακή αρτηρία
- angular distance => Γωνιακή απόσταση
- angular momentum => στροφορμή
- angular position => Γωνιακή θέση
- angular shape => Γωνιώδες σχήμα
- angular vein => γωνιώδης φλέβα
- angular velocity => γωνιακή ταχύτητα
- angularity => γωνιότητα
- angularly => Γωνιακά
Definitions and Meaning of angular in English
angular (a)
measured by an angle or by the rate of change of an angle
having angles or an angular shape
angular (a.)
Relating to an angle or to angles; having an angle or angles; forming an angle or corner; sharp-cornered; pointed; as, an angular figure.
Measured by an angle; as, angular distance.
Fig.: Lean; lank; raw-boned; ungraceful; sharp and stiff in character; as, remarkably angular in his habits and appearance; an angular female.
angular (n.)
A bone in the base of the lower jaw of many birds, reptiles, and fishes.
FAQs About the word angular
γωνιακός
measured by an angle or by the rate of change of an angle, having angles or an angular shapeRelating to an angle or to angles; having an angle or angles; formin
οστεώδης,άπαχο,λεπτή,λεπτός,οστεώδης,αδύνατος,χαριτωμένος,ταλαιπωρημένος,Λιγερός,ευλύγιστος
γεροδεμένος,μυώδης,ογκώδης,Μυώδης,χοντρός,κοντόχοντρος,Σαρκώδης,βαρύς,παχύσαρκος,χάσκι
anguished => Άγχος, anguish => αγωνία, anguis fragilis => Έλαφος, anguis => ὄφις, anguineous => φιδίσιος,