Greek Meaning of spindle-legged

Μακρυπόδαρος

Other Greek words related to Μακρυπόδαρος

Definitions and Meaning of spindle-legged in English

Wordnet

spindle-legged (s)

having long slender legs

FAQs About the word spindle-legged

Μακρυπόδαρος

having long slender legs

αραχνοειδής,Λεπτόστηθος,σφηκοειδής,ζιζανιώδης,λυγερός,σκληρός,άπαχο,πικάντικο,καλαμένιος,αδύνατος

γεροδεμένος,ογκώδης,παχουλός,χοντρός,παχύσαρκος,παχουλός,Καθίσματα,γεροδεμένος,γεροδεμένος,κοντόχοντρος

spindleberry tree => Ραμνάδα η κοινή, spindleberry => Τριμόνι, spindle tree => Γκαρθένια, spindle horn => Ατράκτινος κέρας, spindle => αδράχτι,