Greek Meaning of clean-limbed
καθαρόαιμα
Other Greek words related to καθαρόαιμα
- οστεώδης
- άπαχος
- άπαχο
- ευλύγιστος
- αδύνατο
- αδύνατος
- νευρώδης
- αδύνατο
- λεπτή
- αδύνατος
- λεπτός
- λεπτός
- Διακόσμηση
- λυγερός
- σκληρός
- γωνιακός
- Ανορεξικός
- οστεώδης
- αδύνατος
- αδύνατος
- ταλαιπωρημένος
- ψηλόλιγνος
- Λιγερός
- λυγερός
- καλαμένιος
- κοκαλιάρης
- σκελετικός
- εφεδρικό
- αδύνατος
- ινώδες
- Λεπτή
- Κλαδάκι
- σφηκοειδής
- ζιζανιώδης
- μαραμένος
- ανορεκτικό
- πτωματώδης
- πενιχρός
- ισχνός
- τσιμπημένο
- αδύναμος
- σπαταλημένος
- ανορεξικός
- κλώση
- γεροδεμένος
- μυώδης
- ογκώδης
- Μυώδης
- παχουλός
- χοντρός
- κορpulεντ
- λίπος
- Σαρκώδης
- αηδιαστικός
- βαρύς
- παχύσαρκος
- χάσκι
- παχύσαρκος
- Παχυσαρκία
- παχουλός
- παχύσαρκος
- στρογγυλός
- γεροδεμένος
- γεροδεμένος
- παχύς
- Χοντρός
- παχουλός
- βαρύς
- σφριγηλή
- κοντόχοντρος
- χαλαρός
- παχύσαρκος
- Κοιλαράς
- παχουλός
- μαλακός
- Καθίσματα
- κοντόχοντρος
- γεμάτος
- χίπης
- τηγανίτα
- γύρος
- ζουμερή
Nearest Words of clean-limbed
- cleanlily => καθαρά
- cleaning woman => Καθαρίστρια
- cleaning pad => Σφουγγάρι καθαρισμού
- cleaning lady => Καθαρίστρια
- cleaning implement => καθαριστικό
- cleaning equipment => Εξοπλισμός καθαρισμού
- cleaning device => Συσκευή καθαρισμού
- cleaning => καθαρισμός
- clean-handed => καθαρός
- cleaners => Καθαριστικά
Definitions and Meaning of clean-limbed in English
clean-limbed (s)
having well-proportioned limbs
clean-limbed (a.)
With well-proportioned, unblemished limbs; as, a clean-limbed young fellow.
FAQs About the word clean-limbed
καθαρόαιμα
having well-proportioned limbsWith well-proportioned, unblemished limbs; as, a clean-limbed young fellow.
οστεώδης,άπαχος,άπαχο,ευλύγιστος,αδύνατο,αδύνατος,νευρώδης,αδύνατο,λεπτή,αδύνατος
γεροδεμένος,μυώδης,ογκώδης,Μυώδης,παχουλός,χοντρός,κορpulεντ,λίπος,Σαρκώδης,αηδιαστικός
cleanlily => καθαρά, cleaning woman => Καθαρίστρια, cleaning pad => Σφουγγάρι καθαρισμού, cleaning lady => Καθαρίστρια, cleaning implement => καθαριστικό,