Greek Meaning of swarming
σμήνος
Other Greek words related to σμήνος
- άφθονος
- πλημμυρισμένος
- έκρηξη
- γεμάτο
- γεμάτος
- μαρμελάδα
- συσκευασμένο
- διαδεδομένος
- Γεμιστό
- σφύζων
- θρόισμα
- γεμάτο
- άφθονος
- υπερχειλής
- εξογκωμένος
- απασχολημένος
- βόμβος
- συνωστισμένος
- FLUSH
- φορτωμένος
- φορτωμένο
- χάλια
- πλήρης
- κορεσμένος
- παχύς
- υπερπλήρης
- ζωντανός
- κινούμενη
- ενθουσιασμένος
- πολυσύχναστος
- γεμάτο
- βουλωμένο
- λίπος
- γεμάτος
- βόμβος
- κατάμεστος
- ζωηρός
- υπερχειλίζων
- υπερπλήρης
- Υπερφορτωμένος
- υπερφορτωμένος
- υπερφορτωμένος
- γεμάτο
- χορτάτος
Nearest Words of swarming
Definitions and Meaning of swarming in English
swarming
to hover about in the manner of a bee in a swarm, to contain or fill with a swarm, to contain a swarm, a large number grouped together and usually in motion, to form and leave a hive in a swarm, a great number of honeybees emigrating together from a hive in company with a queen to start a new colony elsewhere, to move or gather in a swarm, a large number of animate or inanimate things massed together and usually in motion, a number of similar geologic features or phenomena close together in space or time, to beset or surround in a swarm, a great number of honeybees leaving together from a hive with a queen to start a new colony elsewhere, a colony of honeybees settled in a hive, to fill with a swarm, to climb with the hands and feet, to climb up, shin, to move or assemble in a crowd, to form and depart from a hive in a swarm
FAQs About the word swarming
σμήνος
to hover about in the manner of a bee in a swarm, to contain or fill with a swarm, to contain a swarm, a large number grouped together and usually in motion, to
άφθονος,πλημμυρισμένος,έκρηξη,γεμάτο,γεμάτος,μαρμελάδα,συσκευασμένο,διαδεδομένος,Γεμιστό,σφύζων
Γυμνός,άγονο,κενό,εξαντλημένος,απαλλαγμένος,άδειος,σκληρός,ελεύθερος,κενός,ανεπαρκής
swarmed => σμήνευαν, swaps => swaps, swapping => ανταλλαγή, swapped => ανταλλάχθηκε, swanning => κύκνος,