Greek Meaning of quick-wittedness
ευφυΐα
Other Greek words related to ευφυΐα
- πυκνότητα
- πυκνότητα
- ανία
- φαιδρότητα
- αφηρημάδα
- βλακεία
- ανοησία
- Απλότητα
- βραδύτητα
- πάχος
- κενότητα
- νωθρότητα
- βλακεία
- Ανία
- αδυναμία
- παραλογισμό
- τρέλα
- τρέλα
- ανοησία
- Αδύναμος νοημοσύνη
- μωρία
- ματαιότητα
- Τρέλα
- τρέλα
- Τρέλα
- βλακεία
- Απλότητα
- τρέλα
- κενότητα
- ανοησία
- απλοϊκότητα
- παραφροσύνη
- τρέλα
- γαλήνη
- ζάλη
- ανοησία
- Τρέλα
Nearest Words of quick-wittedness
Definitions and Meaning of quick-wittedness in English
quick-wittedness (n)
intelligence as revealed by an ability to give correct responses without delay
quick-wittedness (n.)
Readiness of wit.
FAQs About the word quick-wittedness
ευφυΐα
intelligence as revealed by an ability to give correct responses without delayReadiness of wit.
οξύνοια,εγρήγορση,οξυδέρκεια,φωτεινότητα,Λάμψη,Εξυπνάδα,Διορατικότητα,νοημοσύνη,κρίση,οξυδέρκεια
πυκνότητα,πυκνότητα,ανία,φαιδρότητα,αφηρημάδα,βλακεία,ανοησία,Απλότητα,βραδύτητα,πάχος
quick-witted => γρήγορος, quick-tempered => ευέξαπτος, quickstep => κουίκστεπ, quicksilvering => αργύρωμα, quicksilvered => αργυρωμένο με υδράργυρο,