Greek Meaning of fatuousness

ανοησία

Other Greek words related to ανοησία

Definitions and Meaning of fatuousness in English

Wordnet

fatuousness (n)

a ludicrous folly

FAQs About the word fatuousness

ανοησία

a ludicrous folly

παραλογισμό,Τρέλα,Τρέλα,Απλότητα,Ανοησία,ανοησία,γαλήνη,τρέλα,τρέλα,ανία

φρόνηση,Ορθολογισμός,λογικότητα,οξυδέρκεια,λογική,σοφία,φρόνηση,υγεία,ισχύς,σοφία

fatuity => φαιδρότητα, fatuitous => τυχαίος, fatty tissue => Λιπώδης ιστός, fatty oil => Λιπαρό λάδι, fatty liver => Λιπώδες ήπαρ,