Greek Meaning of mental retardation

Ψυχική υστέρηση

Other Greek words related to Ψυχική υστέρηση

Definitions and Meaning of mental retardation in English

Wordnet

mental retardation (n)

lack of normal development of intellectual capacities

FAQs About the word mental retardation

Ψυχική υστέρηση

lack of normal development of intellectual capacities

Διανοητική υστέρηση,παραλογισμό,γαλήνη,τρέλα,τρέλα,παραλογισμός,ανοησία,ανορθολογισμός,ζάλη,τρέλα

οξύνοια,φωτεινότητα,Λάμψη,Εξυπνάδα,Διορατικότητα,νοημοσύνη,κρίση,κρίση,οξύνοια,αντίληψη

mental reservation => διακρυπτικότητα, mental representation => Ψυχική αναπαράσταση, mental rejection => ψυχική απόρριψη, mental quickness => Νοημοσύνη, mental process => διανοητική διαδικασία,