Greek Meaning of mentality
νοοτροπία
Other Greek words related to νοοτροπία
- Διάννοια
- νοημοσύνη
- λόγος
- αίσθηση
- ικανότητα
- εγκεφαλική δύναμη
- Φαιά ουσία
- Επίστεγμα
- Διορατικότητα
- Διανοητισμός
- Διανοητικότητα
- μυαλό
- αντίληψη
- ταλέντο
- σοφία
- ευφυΐα
- εγκέφαλος/εγκέφαλοι
- ευφυΐα
- οξύνοια
- εγρήγορση
- ανησυχία
- οξυδέρκεια
- Λάμψη
- κοινή λογική
- Διάκριση
- κοινή λογική
- κρίση
- κρίση
- έμφυτη νοημοσύνη
- αντίληψη
- οξυδέρκεια
- οξυδέρκεια
- σοφία
- κρανίο
- ευφυΐα
- Διακριτική ικανότητα
- Νοημοσύνη
- Ελιτιστικός
Nearest Words of mentality
- mentalism => Μενταλισμός
- mental unsoundness => Ψυχική ανισορροπία
- mental testing => Ψυχικές δοκιμές
- mental test => Ψυχιατρική δοκιμασία
- mental telepathist => διανοητικός τηλεπαθητής
- mental synthesis => ψυχική σύνθεση
- mental strain => Πνευματική πίεση
- mental state => Ψυχική κατάσταση
- mental soundness => Ψυχική υγεία
- mental retardation => Ψυχική υστέρηση
Definitions and Meaning of mentality in English
mentality (n)
a habitual or characteristic mental attitude that determines how you will interpret and respond to situations
mental ability
mentality (n.)
Quality or state of mind.
FAQs About the word mentality
νοοτροπία
a habitual or characteristic mental attitude that determines how you will interpret and respond to situations, mental abilityQuality or state of mind.
Διάννοια,νοημοσύνη,λόγος,αίσθηση,ικανότητα,εγκεφαλική δύναμη,Φαιά ουσία,Επίστεγμα,Διορατικότητα,Διανοητισμός
πυκνότητα,πυκνότητα,ανία,φαιδρότητα,Αδύναμος νοημοσύνη,ηλιθιότητα,ανοησία,Απλότητα,βραδύτητα,Ανία
mentalism => Μενταλισμός, mental unsoundness => Ψυχική ανισορροπία, mental testing => Ψυχικές δοκιμές, mental test => Ψυχιατρική δοκιμασία, mental telepathist => διανοητικός τηλεπαθητής,