Greek Meaning of mother wit

έμφυτη νοημοσύνη

Other Greek words related to έμφυτη νοημοσύνη

Definitions and Meaning of mother wit in English

Wordnet

mother wit (n)

sound practical judgment

FAQs About the word mother wit

έμφυτη νοημοσύνη

sound practical judgment

κοινή λογική,κοινή λογική,Διορατικότητα,κρίση,κρίση,αντίληψη,οξύνοια,εγρήγορση,ανησυχία,ικανότητα

πυκνότητα,πυκνότητα,ανία,Αδύναμος νοημοσύνη,ηλιθιότητα,βραδύτητα,Ανία,φαιδρότητα,ανοησία,Απλότητα

mother tongue => Μητρική γλώσσα, mother theresa => Μητέρα Τερέζα, mother teresa => Μητέρα Τερέζα, mother seton => Μητέρα Σέτον, mother of thyme => θυμάρι,