FAQs About the word motherless

ορφανός

having no living or known motherDestitute of a mother; having lost a mother; as, motherless children.

ορφανός,ταπεινής καταγωγής,νόθος,κακότεχνος,ανώνυμος,ορφανός,πλαστό,υποθετικός,υιοθετημένος,φυσικός

νόμιμος

motherland => πατρίδα, mother-in-law's tongue => γλώσσα της πεθεράς, mother-in-law plant => Γλώσσα πεθεράς, mother-in-law => Πεθερά, mothering => μητρότητα,