Greek Meaning of mentally
νοητικώς
Other Greek words related to νοητικώς
Nearest Words of mentally
- mentality => νοοτροπία
- mentalism => Μενταλισμός
- mental unsoundness => Ψυχική ανισορροπία
- mental testing => Ψυχικές δοκιμές
- mental test => Ψυχιατρική δοκιμασία
- mental telepathist => διανοητικός τηλεπαθητής
- mental synthesis => ψυχική σύνθεση
- mental strain => Πνευματική πίεση
- mental state => Ψυχική κατάσταση
- mental soundness => Ψυχική υγεία
Definitions and Meaning of mentally in English
mentally (r)
in your mind
mentally (adv.)
In the mind; in thought or meditation; intellectually; in idea.
FAQs About the word mentally
νοητικώς
in your mindIn the mind; in thought or meditation; intellectually; in idea.
εσωτερικός,εσωτερικός,εσωτερική,ψυχολογικός,εγκεφαλικός,γνωστικός,διανοούμενος,ψυχολογικός,εξαιρετικό,συνειδητός
σωματικός,Δεκανέας,σωματικός,μη πνευματικό,φυσικός,σωματικός,σαρκικός,Αναίσθητος,ανόητος,πυκνό
mentality => νοοτροπία, mentalism => Μενταλισμός, mental unsoundness => Ψυχική ανισορροπία, mental testing => Ψυχικές δοκιμές, mental test => Ψυχιατρική δοκιμασία,