Greek Meaning of induced

επαγόμενος

Other Greek words related to επαγόμενος

Definitions and Meaning of induced in English

Wordnet

induced (a)

brought about or caused; not spontaneous

Webster

induced (imp. & p. p.)

of Induce

FAQs About the word induced

επαγόμενος

brought about or caused; not spontaneousof Induce

έφερε,προκαλείται,παραχθεί,σφυρηλατημένο,δημιούργησε,παραγόμενος,προτρέπονται,γεννήθηκε,εκτρεφόμενος,έκανε

ελεγχόμενος,θρυμματισμένος,παρεμποδισμένο,ανασταλμένος,περιορισμένος,καταπιεσμένος,περιορισμένος,πνιγηρός,ήρεμος,καταπιεσμένη

induce => προκαλώ, indubitate => αδιαμφισβήτητος, indubitably => αναμφίβολα, indubitableness => αναμφισβήτητο, indubitable => αδιαμφισβήτητος,