Greek Meaning of instituted

εδραιωμένος

Other Greek words related to εδραιωμένος

Definitions and Meaning of instituted in English

Webster

instituted (imp. & p. p.)

of Institute

FAQs About the word instituted

εδραιωμένος

of Institute

καθιερωμένος,ιδρύθηκε,αρχισμένος,εισήχθη,ξεκίνησε,πρωτοποριακός,δημιούργησε,ξεκίνησε,Συνιστάται,φυτεμένος

καταργήθηκε,ακυρώθηκε,τελείωσε,ακύρωσε,σταμάτησε,κλειστό (κάτω),σταδιακά αποσύρθηκε,Σκάσε,εξαντλημένος,τελειωμένος

institute => Ινστιτούτο, instipulate => δεν καθορίζω, instinctivity => ενστικτικότητα, instinctively => ενστικτωδώς, instinctive reflex => Έμφυτο αντανακλαστικό,