Greek Meaning of founded

ιδρύθηκε

Other Greek words related to ιδρύθηκε

Definitions and Meaning of founded in English

Webster

founded (imp. & p. p.)

of Found

of Found

FAQs About the word founded

ιδρύθηκε

of Found, of Found

καθιερωμένος,αρχισμένος,εδραιωμένος,εισήχθη,ξεκίνησε,πρωτοποριακός,δημιούργησε,ξεκίνησε,Συνιστάται,ανεπτυγμένη

καταργήθηκε,ακυρώθηκε,τελείωσε,τελειωμένος,ακύρωσε,σταμάτησε,κλειστό (κάτω),σταδιακά αποσύρθηκε,Σκάσε,εξαντλημένος

foundationless => αβάσιμος, foundationer => φον ντε τεν, foundation stone => Θεμέλιος λίθος, foundation garment => εσώρουχο βάσης, foundation => θεμέλιο,