Greek Meaning of pioneered

πρωτοποριακός

Other Greek words related to πρωτοποριακός

Definitions and Meaning of pioneered in English

Webster

pioneered (imp. & p. p.)

of Pioneer

FAQs About the word pioneered

πρωτοποριακός

of Pioneer

καθιερωμένος,ιδρύθηκε,αρχισμένος,εδραιωμένος,εισήχθη,ξεκίνησε,δημιούργησε,ξεκίνησε,Συνιστάται,ανεπτυγμένη

καταργήθηκε,τελείωσε,τελειωμένος,ακύρωσε,σταμάτησε,κλειστό (κάτω),σταδιακά αποσύρθηκε,Σκάσε,εξαντλημένος,ακυρώθηκε

pioneer => πρωτοπόρος, pioned => pioned, pion => πιόνια, piolet => Παγοπέλεκυς, pinyon => Πίτυς,