Greek Meaning of launched

ξεκίνησε

Other Greek words related to ξεκίνησε

Definitions and Meaning of launched in English

Webster

launched (imp. & p. p.)

of Launch

FAQs About the word launched

ξεκίνησε

of Launch

καθιερωμένος,ιδρύθηκε,αρχισμένος,εισήχθη,πρωτοποριακός,δημιούργησε,ξεκίνησε,Συνιστάται,φυτεμένος,εγκαινιάστηκε

καταργήθηκε,τελείωσε,τελειωμένος,ακύρωσε,σταμάτησε,κλειστό (κάτω),σταδιακά αποσύρθηκε,Σκάσε,εξαντλημένος,ακυρώθηκε

launch pad => Εκτοξευτήρας, launch area => περιοχή εκτόξευσης, launch => Εκτόξευση, launce => λόγχη, laumontite => λαumonτίτης,