Greek Meaning of launderer
πλυντής
Other Greek words related to πλυντής
Nearest Words of launderer
- launderette => Αυτοεξυπηρετούμενο πλυντήριο
- laundering => Ξέπλυμα χρήματος
- laundress => Πλυντρίστρα
- laundries => πλυντήρια
- laundromat => Πλυντήριο
- laundry => Πλυντήριο
- laundry basket => Καλάθι ρούχων
- laundry cart => Καλάθι ρούχων
- laundry detergent => Απορρυπαντικό ρούχων
- laundry truck => Φορτηγό πλυντηρίου
Definitions and Meaning of launderer in English
launderer (n.)
One who follows the business of laundering.
FAQs About the word launderer
πλυντής
One who follows the business of laundering.
λογοκριτής,βραχύνω,λογοκρίνω,καθαρίζω (πάνω),καθαρίζω,Διαγραφή,Επεξεργασία,εξετάζω,εξαγνίζω,κάθαρση
εγκρίνω,εξουσιοδοτώ,κυρώσεις
laundered => πλυμένο, launder => ξέπλυμα χρήματος, laund => Πλύση, launchpad => εξέδρα εκτόξευσης, launching site => Τόπος εκτόξευσης,