Greek Meaning of launcher
εκτοξευτής
Other Greek words related to εκτοξευτής
- ενεργοποιητής
- σύστημα
- καταλύτης
- οδηγός
- εκτελεστής
- γεννήτρια
- κίνητρο
- μηχανήματα
- δύναμη
- ερέθισμα
- σκανδάλη
- όχημα
- πράκτορας
- Κινούμενος
- ορίζουσα
- ενεργοποιητής
- παράγοντας
- ώθηση
- επιρροή
- συστατικό
- έμπνευση
- υπαίτιος
- όργανο
- εργαλειότητα
- σημαίνει
- μηχανισμός
- μέσο
- υπουργείο
- μετακινούμενος
- όργανο
- εργαλείο
- προηγούμενο
- επειδή
- πρόσφορος
- υποκίνηση
- περίσταση
- λόγος
- υποπράκτορας
Nearest Words of launcher
Definitions and Meaning of launcher in English
launcher (n)
armament in the form of a device capable of launching a rocket
a device that launches aircraft from a warship
FAQs About the word launcher
εκτοξευτής
armament in the form of a device capable of launching a rocket, a device that launches aircraft from a warship
ενεργοποιητής,σύστημα,καταλύτης,οδηγός,εκτελεστής,γεννήτρια,κίνητρο,μηχανήματα,δύναμη,ερέθισμα
No antonyms found.
launched => ξεκίνησε, launch pad => Εκτοξευτήρας, launch area => περιοχή εκτόξευσης, launch => Εκτόξευση, launce => λόγχη,