Greek Meaning of instrumentality
εργαλειότητα
Other Greek words related to εργαλειότητα
- σύστημα
- πράκτορας
- όργανο
- μηχανήματα
- σημαίνει
- μηχανισμός
- όργανο
- όχημα
- παράγοντας
- κίνητρο
- επιρροή
- συστατικό
- μέσο
- υπουργείο
- δύναμη
- εργαλείο
- ενεργοποιητής
- Κινούμενος
- προηγούμενο
- καταλύτης
- επειδή
- ορίζουσα
- οδηγός
- ενεργοποιητής
- εκτελεστής
- πρόσφορος
- γεννήτρια
- ώθηση
- έμπνευση
- υποκίνηση
- μετακινούμενος
- περίσταση
- λόγος
- ερέθισμα
- υποκατάστημα
- σκανδάλη
Nearest Words of instrumentality
- instrumentalities => όργανα
- instrumentalist => οργανοπαίκτης
- instrumentalism => οργανισμός
- instrumental role => Σημαντικός ρόλος
- instrumental music => Ενδεικτική μουσική
- instrumental conditioning => Εργαλειακή μάθηση
- instrumental => οργανικός
- instrument panel => Πίνακας οργάνων
- instrument of punishment => Εργαλείο τιμωρίας
- instrument of execution => Όργανο εκτέλεσης
Definitions and Meaning of instrumentality in English
instrumentality (n)
a subsidiary organ of government created for a special purpose
the quality of being instrumental for some purpose
an artifact (or system of artifacts) that is instrumental in accomplishing some end
instrumentality (n.)
The quality or condition of being instrumental; that which is instrumental; anything used as a means; medium; agency.
FAQs About the word instrumentality
εργαλειότητα
a subsidiary organ of government created for a special purpose, the quality of being instrumental for some purpose, an artifact (or system of artifacts) that is
σύστημα,πράκτορας,όργανο,μηχανήματα,σημαίνει,μηχανισμός,όργανο,όχημα,παράγοντας,κίνητρο
No antonyms found.
instrumentalities => όργανα, instrumentalist => οργανοπαίκτης, instrumentalism => οργανισμός, instrumental role => Σημαντικός ρόλος, instrumental music => Ενδεικτική μουσική,