Greek Meaning of instrumentalist
οργανοπαίκτης
Other Greek words related to οργανοπαίκτης
- καλλιτέχνης
- Μουσικός
- καλλιτέχνης
- ντράμερ
- κιθαρίστας
- Οργανίστας
- πιανίστας
- παίκτης
- σολίστ
- βιολιστής
- βιρτουόζος
- Συνοδός
- ακορντεονίστας
- Φαγκοτίστας
- Κλαρινετίστας
- Κλαρινετίστας
- Κορνετίστας
- βιολιστής
- Φλαουτίστας
- φλαουτίστας
- Αρπιστής
- Πιανίστας
- μαέστρος
- μινστρέλος
- ομποΐστας
- Κρουστός
- εργάτης αποθήκης
- Γκάιντα
- ρεσιταλιστής
- Σαξοφωνίστας
- συμφωνιστής
- τρομπονίστας
- τρομπετίστας
- Βιολιστής
Nearest Words of instrumentalist
- instrumentalism => οργανισμός
- instrumental role => Σημαντικός ρόλος
- instrumental music => Ενδεικτική μουσική
- instrumental conditioning => Εργαλειακή μάθηση
- instrumental => οργανικός
- instrument panel => Πίνακας οργάνων
- instrument of punishment => Εργαλείο τιμωρίας
- instrument of execution => Όργανο εκτέλεσης
- instrument landing => προσγείωση με όργανα
- instrument flying => Πτήση με όργανα
Definitions and Meaning of instrumentalist in English
instrumentalist (n)
someone who plays a musical instrument (as a profession)
instrumentalist (n.)
One who plays upon an instrument of music, as distinguished from a vocalist.
FAQs About the word instrumentalist
οργανοπαίκτης
someone who plays a musical instrument (as a profession)One who plays upon an instrument of music, as distinguished from a vocalist.
καλλιτέχνης,Μουσικός,καλλιτέχνης,ντράμερ,κιθαρίστας,Οργανίστας,πιανίστας,παίκτης,σολίστ,βιολιστής
No antonyms found.
instrumentalism => οργανισμός, instrumental role => Σημαντικός ρόλος, instrumental music => Ενδεικτική μουσική, instrumental conditioning => Εργαλειακή μάθηση, instrumental => οργανικός,