Greek Meaning of catalyst
καταλύτης
Other Greek words related to καταλύτης
- επειδή
- καύσιμο
- ώθηση
- μηχανισμός
- σπινθήρας
- ερέθισμα
- εργαλείο
- σκανδάλη
- όχημα
- ενεργοποιητής
- ορίζουσα
- οδηγός
- ενεργοποιητής
- εκτελεστής
- παράγοντας
- γεννήτρια
- κίνητρο
- επιρροή
- συστατικό
- έμπνευση
- υποκίνηση
- υπαίτιος
- εκτοξευτής
- κίνητρο
- μετακινούμενος
- δύναμη
- λόγος
- καταλύτης
- σύστημα
- πράκτορας
- Κινούμενος
- προηγούμενο
- ενισχύω
- Ενθάρρυνση
- πρόσφορος
- παρακινώ
- ώθηση
- υποκίνηση
- υποκίνηση
- επαγωγή
- όργανο
- εργαλειότητα
- πρόσκληση
- μηχανήματα
- σημαίνει
- μέσο
- υπουργείο
- ορμή
- περίσταση
- όργανο
- πρόκληση
- σπιρούνι
- διεγερτικό
- μαγιά
Nearest Words of catalyst
Definitions and Meaning of catalyst in English
catalyst (n)
(chemistry) a substance that initiates or accelerates a chemical reaction without itself being affected
something that causes an important event to happen
FAQs About the word catalyst
καταλύτης
(chemistry) a substance that initiates or accelerates a chemical reaction without itself being affected, something that causes an important event to happen
επειδή,καύσιμο,ώθηση,μηχανισμός,σπινθήρας,ερέθισμα,εργαλείο,σκανδάλη,όχημα,ενεργοποιητής
αποτρεπτικός παράγοντας,αποτρεπτικό μέτρο
catalysis => Κατάλυση, catalyse => καταλύω, catalufa => Καταλουφα, catalpa speciosa => Καταλπα η εντυπωσιακή, catalpa bignioides => Καταλπα,