Greek Meaning of originated

προέρχεται

Other Greek words related to προέρχεται

Definitions and Meaning of originated in English

Webster

originated (imp. & p. p.)

of Originate

FAQs About the word originated

προέρχεται

of Originate

εμφανίστηκε,προέκυψε,ξεκίνησε,αρχισε,εμφανίστηκε,Διαμορφωμένο,ξεκίνησε,ήμουν, ήσουν, ήταν,πραγματοποιημένος,έφτασε

Έπαψε,κατέληξε,τελείωσε,τελειωμένος,σταμάτησε,λήξη,πέθανε,Εξαφανίστηκε,διακοπή,διαλυμένος

originate in => κατάγεται από, originate => προέρχομαι, originary => αυθεντικός, originant => πρωτότυπο, originalness => αυθεντικότητα,