Greek Meaning of endured
άντεξε
Other Greek words related to άντεξε
Nearest Words of endured
Definitions and Meaning of endured in English
endured (imp. & p. p.)
of Endure
FAQs About the word endured
άντεξε
of Endure
έμπειρος,είχε,υποβληθεί,συναντημένος,Τσόχα,ήξερε,είδε,υπέφερε,διατηρημένος,μαρτύρησε
Απέφευξε,αρνήθηκε,απολυμένος,πολέμησε,αντίθετο,απορριφθείς,απορριπτόμενος,αποποιημένο,αντιστάθηκε,απορρίφθηκε
endure => υπομένω, endurant => ανθεκτικός, endurance riding => ιππασία αντοχής, endurance contest => διαγωνισμός αντοχής, endurance => αντοχή,