Greek Meaning of endurably

υποφερτός

Other Greek words related to υποφερτός

Definitions and Meaning of endurably in English

Webster

endurably (adv.)

In an endurable manner.

FAQs About the word endurably

υποφερτός

In an endurable manner.

αποδεκτός,ανεκτός,ανεκτός,βιώσιμος,ανεκτός,επαρκής,επιτρεπόμενο,λογικός,ικανοποιητικός,υποφερτός, υποστηρικτός

βασανιστικός,φρικτός,φρικτός,κακός,σκληρός,φρικτός,φοβερός,οδυνηρός,τρομερός,φρικτός

endurable => υποφερτός, enduing => διαρκής, enduement => δωρεά, endued => προικισμένο, endue => ενδύω,