Greek Meaning of dodged
αποφύγω
Other Greek words related to αποφύγω
Nearest Words of dodged
Definitions and Meaning of dodged in English
dodged (imp. & p. p.)
of Dodge
FAQs About the word dodged
αποφύγω
of Dodge
σκύβω,υφαντός,Απέφευξε,δραπέτευσε,αποφεύγω,άτυχος,απέφυγε,Έκανε σλάλομ,στρεμμένος,Διαγώνια
ακολούθησε,κράτησε,Παρατηρήθηκε,αποδεκτό,πιάστηκε,συμμορφώθηκε (με),αγκαλιάστηκε,πραγματοποιήθηκαν,υπάκουσα,καταδιωκόμενος
dodge city => Ντότζ Σίτι, dodge => αποφεύγω, dodecatemory => δωδεκατημόριο, dodecasyllable => δωδεκασύλλαβος, dodecasyllabic => δωδεκασύλλαβος,