Greek Meaning of incurred

πραγματοποιήθηκαν

Other Greek words related to πραγματοποιήθηκαν

Definitions and Meaning of incurred in English

Webster

incurred (imp. & p. p.)

of Incur

FAQs About the word incurred

πραγματοποιήθηκαν

of Incur

πιάστηκε,συμφωνημένο,καταδιωκόμενος,sought,αποδεκτό,έτρεχε από πίσω της,καλωσόρισε,αγκαλιάστηκε

Απέφευξε,απέφυγε,δραπέτευσε,απέφυγε,αποφεύγω,σοκαρισμένος,απέφευξα,αποφεύχθηκε,εκτροπή,εκτραπεί

incuriousness => αδιαφορία, incuriously => με αδιαφορία, incurious => Αδιάφορος, incuriosity => αδιαφορία, incurably => ανίατα,