Greek Meaning of incurvated

καμπυλωτός

Other Greek words related to καμπυλωτός

Definitions and Meaning of incurvated in English

Webster

incurvated (imp. & p. p.)

of Incurvate

FAQs About the word incurvated

καμπυλωτός

of Incurvate

καμπύλος,στρεβλός,καμπύλος,καμπυλωτός,εγκλιτικός,αντανακλάται,στρογγυλεμένο,καμπυλωτός,καμπύλος,λυγισμένος

ίσιωσε,ξεσφιγμένος,ακαμψία

incurvate => Εντός στροφής, incurtain => εκτεθειμένος, incursive => επιθετικός, incursion => επιδρομή, incurring => επιφέρει,