Greek Meaning of sloped
κεκλιμένος
Other Greek words related to κεκλιμένος
Nearest Words of sloped
Definitions and Meaning of sloped in English
sloped (s)
having an oblique or slanted direction
sloped (imp. & p. p.)
of Slope
FAQs About the word sloped
κεκλιμένος
having an oblique or slanted directionof Slope
στηριζόμενος,λοξός,κεκλιμένος,κεκλιμένος,διαγώνιος,Διαβαθμισμένο,καταχώρηση,ρίφθηκε,κλίση,λοξός
οριζόντιος,επίπεδο,κάθετος,παράλληλος,κάθετος,πάνω και κάτω,κατακόρυφος
slope => κλίση, slop pail => κουβάς με απόβλητα, slop jar => γλίνα, slop chest => [لاتوجد ترجمة يونانية], slop bowl => λεκάνη ακαθαρσιών,