Greek Meaning of sloop
σκούνα
Other Greek words related to σκούνα
- μπριγκαντίνι
- καραβέλα
- Καταμαράν
- Σκαφάκι με πανί
- νυχοκόπτης
- Κορβέτα
- κόφτης
- Φρεγάτα
- γαλιότα
- Στοά
- Ιστιοφόρο γιοτ με καρίνα
- Κέτς
- φορτηγό πλοίο
- βραχίονας
- pinassa
- σκάφος ιστιοφόρο
- ιστιοπλόος
- σκούνα
- Πέταυρο
- Γιοτ
- Γιωλ
- γαβγίζω
- μπάγκα
- Κακατού
- αρτέμων
- Φουσκωτή βάρκα
- σκουπίδια
- κωμικός
- Πιράγουα
- μαρκαδόρος
- Διαπεραστικός
- τετράγωνο ιστιοφόρο πλοίο
- Ιστιοφόρο
- ζεμπέκικο
- χειροτεχνία
- πλοίο
Nearest Words of sloop
Definitions and Meaning of sloop in English
sloop (n)
a sailing vessel with a single mast set about one third of the boat's length aft of the bow
sloop (n.)
A vessel having one mast and fore-and-aft rig, consisting of a boom-and-gaff mainsail, jibs, staysail, and gaff topsail. The typical sloop has a fixed bowsprit, topmast, and standing rigging, while those of a cutter are capable of being readily shifted. The sloop usually carries a centerboard, and depends for stability upon breadth of beam rather than depth of keel. The two types have rapidly approximated since 1880. One radical distinction is that a slop may carry a centerboard. See Cutter, and Illustration in Appendix.
FAQs About the word sloop
σκούνα
a sailing vessel with a single mast set about one third of the boat's length aft of the bowA vessel having one mast and fore-and-aft rig, consisting of a boom-a
μπριγκαντίνι,καραβέλα,Καταμαράν,Σκαφάκι με πανί,νυχοκόπτης,Κορβέτα,κόφτης,Φρεγάτα,γαλιότα,Στοά
No antonyms found.
sloomy => ζοφερός, sloom => παραγκούπολη, sloo => Αγκυλώδης δαμασκηνιά, sloke => γουλιά, sloggy => νωχελικός,