Greek Meaning of galleon
γαλιότα
Other Greek words related to γαλιότα
- μπριγκαντίνι
- καραβέλα
- Καταμαράν
- Σκαφάκι με πανί
- νυχοκόπτης
- Κορβέτα
- κόφτης
- Φρεγάτα
- Στοά
- σκουπίδια
- Ιστιοφόρο γιοτ με καρίνα
- Κέτς
- φορτηγό πλοίο
- βραχίονας
- pinassa
- ιστιοπλόος
- σκούνα
- Πέταυρο
- σκούνα
- τετράγωνο ιστιοφόρο πλοίο
- ζεμπέκικο
- Γιοτ
- Γιωλ
- γαβγίζω
- μπάγκα
- Κακατού
- αρτέμων
- Φουσκωτή βάρκα
- κωμικός
- Πιράγουα
- σκάφος ιστιοφόρο
- μαρκαδόρος
- Διαπεραστικός
- πλοίο
- Ιστιοφόρο
- χειροτεχνία
Nearest Words of galleon
Definitions and Meaning of galleon in English
galleon (n)
a large square-rigged sailing ship with three or more masts; used by the Spanish for commerce and war from the 15th to 18th centuries
galleon (n.)
A sailing vessel of the 15th and following centuries, often having three or four decks, and used for war or commerce. The term is often rather indiscriminately applied to any large sailing vessel.
FAQs About the word galleon
γαλιότα
a large square-rigged sailing ship with three or more masts; used by the Spanish for commerce and war from the 15th to 18th centuriesA sailing vessel of the 15t
μπριγκαντίνι,καραβέλα,Καταμαράν,Σκαφάκι με πανί,νυχοκόπτης,Κορβέτα,κόφτης,Φρεγάτα,Στοά,σκουπίδια
No antonyms found.
gallein => γάλλιο, gallego => γαλικιανός, gallegan => γαλικιανά, galled => γδαρμένος, galleass => Γαλιότα,