Greek Meaning of inflected
εγκλιτικός
Other Greek words related to εγκλιτικός
- λυγισμένος
- καμπύλος
- καμπύλος
- αντανακλάται
- στράφηκε
- καμπυλωτός
- καμπύλος
- περιελισσόμενος
- στρεβλός
- σγουρός
- εκτροπή
- εκτραπεί
- μπλεγμένος
- εθισμένος
- επικλινής
- καμπυλωτός
- καμπυλωτός
- στρογγυλεμένο
- κεκλιμένος
- σπειροειδής
- αποφεύγω
- στροβιλισμένος
- στρεμμένος
- σε σχήμα πλεξούδας
- Στριμμένο
- κυματιστός
- υφαντός
- αρνήθηκε
- βαθούλωμα
- λακκάκια
- εγγεγραμμένος/-η/-ο
- Φτιαγμένος
- βρόχος
- ελικοειδή
- σπειροειδής
- στραβός
- λαχανιασμένος
- πληγή
Nearest Words of inflected
- inflect => κλίνω
- inflatus => φουσκωμένος
- inflator => Φούσκα
- inflationist => πληθωριστικός
- inflationary spiral => σπείρα του πληθωρισμού
- inflationary => πληθωριστικός
- inflation therapy => Αντιπληθωριστική θεραπεία
- inflation rate => Ποσοστό πληθωρισμού
- inflation => Πληθωρισμός
- inflatingly => πληθωριστικός
Definitions and Meaning of inflected in English
inflected (a)
(of the voice) altered in tone or pitch
showing alteration in form (especially by the addition of affixes)
inflected (imp. & p. p.)
of Inflect
inflected (a.)
Bent; turned; deflected.
Having inflections; capable of, or subject to, inflection; inflective.
FAQs About the word inflected
εγκλιτικός
(of the voice) altered in tone or pitch, showing alteration in form (especially by the addition of affixes)of Inflect, Bent; turned; deflected., Having inflecti
λυγισμένος,καμπύλος,καμπύλος,αντανακλάται,στράφηκε,καμπυλωτός,καμπύλος,περιελισσόμενος,στρεβλός,σγουρός
ίσιωσε,ξεσφιγμένος,ακαμψία
inflect => κλίνω, inflatus => φουσκωμένος, inflator => Φούσκα, inflationist => πληθωριστικός, inflationary spiral => σπείρα του πληθωρισμού,