Greek Meaning of incursion
επιδρομή
Other Greek words related to επιδρομή
- εισβολή
- επιδρομή
- κατάβαση
- επιδρομή
- επιδρομή
- εισβολή
- επίθεση
- Απεργία
- επιθετικότητα
- αεροπορική επιδρομή
- ενέδρα
- ενέδρα
- Μπλιτς
- Αστραπή
- βομβαρδισμός
- χρέωση
- αντεπίθεση
- Αντεπίθεση
- αιφνιδιαστική επίθεση
- αδίκημα
- παράπτωμα
- προσβλητικό
- έναρξη
- λεηλασία
- λεηλασία
- βιασύνη
- Σάλι
- πολιορκία
- εξόρμηση
- καταιγίδα
- έκπληξη
- παγίδα
Nearest Words of incursion
Definitions and Meaning of incursion in English
incursion (n)
the act of entering some territory or domain (often in large numbers)
an attack that penetrates into enemy territory
the mistake of incurring liability or blame
incursion (n.)
A running into; hence, an entering into a territory with hostile intention; a temporary invasion; a predatory or harassing inroad; a raid.
Attack; occurrence.
FAQs About the word incursion
επιδρομή
the act of entering some territory or domain (often in large numbers), an attack that penetrates into enemy territory, the mistake of incurring liability or bla
εισβολή,επιδρομή,κατάβαση,επιδρομή,επιδρομή,εισβολή,επίθεση,Απεργία,επιθετικότητα,αεροπορική επιδρομή
No antonyms found.
incurring => επιφέρει, incurrent => εισερχόμενος, incurrence => εμφάνιση, incurred => πραγματοποιήθηκαν, incuriousness => αδιαφορία,