FAQs About the word incurve

καμπύλος

To bend; to curve; to make crooked.

Τόξο,τόξο,καμπύλη,Εντός στροφής,κλίνω,γύρος,Τόξο,Λύγισμα,πηνίο,απατεώνας

ευθυγραμμίζω (efθiɡraˈmizɔ),ισιώνω,ξετυλίγω

incurvature => καμπυλότητα, incurvation => Καμπύλη, incurvating => κάμπτω, incurvated => καμπυλωτός, incurvate => Εντός στροφής,