Greek Meaning of dimple
λακκάκι
Other Greek words related to λακκάκι
- Αλβεόλος
- σχισμή
- κρατήρας
- υπονομεύω
- εντύπωση
- αποτύπωμα
- Γωνιά
- εγκοπή
- άνοιγμα
- τσέπη
- πρίζα
- εξώστης
- λεκάνη
- μπολ
- Κοιλότητα
- λακκούβα
- Κοίλωμα
- αύλακα
- αυλάκωση
- εσοχή
- κόγχη
- λάκκος
- λακκούβα
- Καταβόθρα
- τάφρος
- κενό
- κοιλάδα
- Νερολακκάκι
- καλά
- Γεώτρηση
- Άβυσσος
- Λαγούμι
- σπήλαιο
- Σπήλαιο
- χάσμα / άβυσσος
- βαθούλωμα
- κατάθλιψη
- δύναμη
- Τάφρος
- ανασκαφή
- Κόλπος
- υδρορροή
- τρύπα
- κούφιος
- σύμβαση
- λάκκος
- διάλειμμα
- γούρνα
- κενότητα
- κενός
- κυλιέμαι
Nearest Words of dimple
Definitions and Meaning of dimple in English
dimple (n)
a chad that has been punched or dimpled but all four corners are still attached
any slight depression in a surface
a small natural hollow in the cheek or chin
dimple (v)
mark with, or as if with, dimples
produce dimples while smiling
dimple (n.)
A slight natural depression or indentation on the surface of some part of the body, esp. on the cheek or chin.
A slight indentation on any surface.
dimple (v. i.)
To form dimples; to sink into depressions or little inequalities.
dimple (v. t.)
To mark with dimples or dimplelike depressions.
FAQs About the word dimple
λακκάκι
a chad that has been punched or dimpled but all four corners are still attached, any slight depression in a surface, a small natural hollow in the cheek or chin
Αλβεόλος,σχισμή,κρατήρας,υπονομεύω,εντύπωση,αποτύπωμα,Γωνιά,εγκοπή,άνοιγμα,τσέπη
εξόγκωμα,κάμπερ,Κυρτότητα,λόφος,Προβολή,εξοχή,προεξοχή,ανέβαινω,εξόγκωμα,Προεξοχή
dimout => συσκότιση., dimorphous => Δίμορφος, dimorphotheca => ντιμορφοθήκη, dimorphism => Δισμορφία, dimorphic => δίμορφος,