Greek Meaning of pothole
λακκούβα
Other Greek words related to λακκούβα
- Άβυσσος
- λεκάνη
- φαράγγι
- χάσμα / άβυσσος
- λάχανο
- σχισμή
- σχισμή
- ρωγμή
- πεδινή πλημμυρική ζώνη
- αυλάκι
- κενό
- φαράγγι
- φαράγγι
- Βραστήρας
- Φαράγγι
- σέλα
- σχισμή
- Φαράγγι
- βεβηλώνω
- Βράγχια
- Κόλπος
- αυλάκι
- λαγκάδι
- υδρορροή
- κούφιος
- χαράδρα
- καταρράκτης
- εγκοπή
- περάσει
- τάφρος
- κοιλάδα
- Ρέμα
- χαράδρα
- Φαράγγι
- κάρος
- Ακρωτήριο
- κόμβη
- κοιλάδα
- Φαράγγι
- Φαράγγι
- κοιλάδα
- κοιλάδα
- φαράγγι
- χείμαρος
- έγκλειστος
- γούρνα
- κοιλάδα
- ουάντι
- πλύσιμο
Nearest Words of pothole
Definitions and Meaning of pothole in English
pothole (n)
a pit or hole produced by wear or weathering (especially in a road surface)
FAQs About the word pothole
λακκούβα
a pit or hole produced by wear or weathering (especially in a road surface)
Άβυσσος,λεκάνη,φαράγγι,χάσμα / άβυσσος,λάχανο,σχισμή,σχισμή,ρωγμή,πεδινή πλημμυρική ζώνη,αυλάκι
No antonyms found.
potholder => γάντι κουζίνας, potherb => Χόρτα., pother => φασαρία, potheen => ποτίν, potful => Κατσαρολάκι,