Greek Meaning of posthole

λάκκος

Other Greek words related to λάκκος

Definitions and Meaning of posthole in English

Wordnet

posthole (n)

a hole dug in the ground to hold a fence post

FAQs About the word posthole

λάκκος

a hole dug in the ground to hold a fence post

λεκάνη,μπολ,Λαγούμι,σπήλαιο,Σπήλαιο,κρατήρας,Τάφρος,ανασκαφή,αύλακα,αυλάκωση

λόφος,λόφος,ανέβαινω,εξόγκωμα,δέσμη,καμπούρα,εξόγκωμα,Προβολή,οίδημα,Οίδημα

posthitis => βαλανίτιδα, post-haste => με μεγάλη ταχύτητα, postgraduate => μεταπτυχιακός, postglacial => Μεταπαγετωνικός, postganglionic => μεταγαγγλιακός,