Greek Meaning of posthole
λάκκος
Other Greek words related to λάκκος
- λεκάνη
- μπολ
- Λαγούμι
- σπήλαιο
- Σπήλαιο
- κρατήρας
- Τάφρος
- ανασκαφή
- αύλακα
- αυλάκωση
- λακκούβα
- Καταβόθρα
- τάφρος
- κοιλάδα
- Νερολακκάκι
- καλά
- Γεώτρηση
- εξώστης
- λακκούβα
- σχισμή
- υπονομεύω
- υδρορροή
- Γωνιά
- άνοιγμα
- λάκκος
- τσέπη
- πρίζα
- γούρνα
- κενό
- κυλιέμαι
- Άβυσσος
- Αλβεόλος
- Κοιλότητα
- χάσμα / άβυσσος
- Κοίλωμα
- βαθούλωμα
- κατάθλιψη
- λακκάκι
- δύναμη
- τρύπα
- κούφιος
- εντύπωση
- αποτύπωμα
- εσοχή
- κόγχη
- εγκοπή
- διάλειμμα
- κενότητα
- κενός
Nearest Words of posthole
- posthitis => βαλανίτιδα
- post-haste => με μεγάλη ταχύτητα
- postgraduate => μεταπτυχιακός
- postglacial => Μεταπαγετωνικός
- postganglionic => μεταγαγγλιακός
- post-free => χωρίς ταχυδρομικά τέλη
- postfix notation => Μεταθετική σημειογραφία
- postfix => επίθημα
- postexilic => μεταεξοριος
- postexilian => μεταεξοριστικός
- posthole digger => Φτυάρι τρύπας
- post-hole digger => Τρύπα δοκού
- post-horse => Ταχυδρομικό άλογο
- posthouse => ταχυδρομείο
- posthumous => μεταθανάτιος
- posthumous birth => Μεταθανάτια γέννηση
- posthumously => μεταθανάτια
- posthypnotic amnesia => Μεταϋπνωτική αμνησία
- posthypnotic suggestion => υπνωτική υποβολή
- postiche => περούκα
Definitions and Meaning of posthole in English
posthole (n)
a hole dug in the ground to hold a fence post
FAQs About the word posthole
λάκκος
a hole dug in the ground to hold a fence post
λεκάνη,μπολ,Λαγούμι,σπήλαιο,Σπήλαιο,κρατήρας,Τάφρος,ανασκαφή,αύλακα,αυλάκωση
λόφος,λόφος,ανέβαινω,εξόγκωμα,δέσμη,καμπούρα,εξόγκωμα,Προβολή,οίδημα,Οίδημα
posthitis => βαλανίτιδα, post-haste => με μεγάλη ταχύτητα, postgraduate => μεταπτυχιακός, postglacial => Μεταπαγετωνικός, postganglionic => μεταγαγγλιακός,