Greek Meaning of divert
αποσπάω
Other Greek words related to αποσπάω
- διασκεδάζειν
- Αποσπάω
- Διασκέδαση
- βασιλικός
- κατευνάζω
- ευχαρίστηση
- καταλαμβάνω
- απορροφώ
- ξεγελώ
- γοητεύω
- απασχολημένος
- μαγεύω
- γοητεία
- χαϊδεύω
- Άνεση
- συμφιλιώνω
- Κονσόλα
- περιεχόμενο
- διασκεδάζω
- μαγεύω
- Συμπλέκομαι
- απορροφάω
- μαγεύω
- μαγεύω
- γοητεύω
- ικανοποιώ
- χιούμορ
- υπνωτίζω
- βυθίζω
- κακομαθαίνω
- Ενδιαφέρον
- ίντριγκα
- υπνωτίζω
- εξευμενίζω
- κατευνάζω
- κακομαθαίνω
- κατευνάζω
- παρακαλω
- ευχαρίστηση
- εξευμενίζω
- παρηγοριά
- χαλάω
Nearest Words of divert
- diversory => εκτροπή
- diversivolent => αμελητέος
- diversity => ποικιλομορφία
- diversities => ποικιλίες
- diversionist => Δολιοφθορέας
- diversionary landing => Αποβατικός ελιγμός αντιπερισπασμού
- diversionary attack => εκτροπιασμός επίθεσης
- diversionary => εκτροπικός
- diversion => εκτροπή
- diversiloquent => ποικιλόμορφος
Definitions and Meaning of divert in English
divert (v)
turn aside; turn away from
send on a course or in a direction different from the planned or intended one
occupy in an agreeable, entertaining or pleasant fashion
withdraw (money) and move into a different location, often secretly and with dishonest intentions
divert (v. t.)
To turn aside; to turn off from any course or intended application; to deflect; as, to divert a river from its channel; to divert commerce from its usual course.
To turn away from any occupation, business, or study; to cause to have lively and agreeable sensations; to amuse; to entertain; as, children are diverted with sports; men are diverted with works of wit and humor.
divert (v. i.)
To turn aside; to digress.
FAQs About the word divert
αποσπάω
turn aside; turn away from, send on a course or in a direction different from the planned or intended one, occupy in an agreeable, entertaining or pleasant fash
διασκεδάζειν,Αποσπάω,Διασκέδαση,βασιλικός,κατευνάζω,ευχαρίστηση,καταλαμβάνω,απορροφώ,ξεγελώ,γοητεύω
βαρετός,αποχέτευση,επιδεινώνω,ενοχλώ,ενοχλώ,ενοχλώ,εξασθενίζω,ερεθίζω,εξάτμιση,κούραση
diversory => εκτροπή, diversivolent => αμελητέος, diversity => ποικιλομορφία, diversities => ποικιλίες, diversionist => Δολιοφθορέας,